γλυκερωτέρα

γλυκερωτέρα
γλυκερωτέρᾱ , γλυκερός
fem nom/voc/acc comp dual
γλυκερωτέρᾱ , γλυκερός
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
γλυκερωτέρᾱ , γλυκύς
sweet to the taste
fem nom/voc/acc comp dual
γλυκερωτέρᾱ , γλυκύς
sweet to the taste
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλυκερώτερα — γλυκερός neut nom/voc/acc comp pl γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερωτέραν — γλυκερωτέρᾱν , γλυκερός fem acc comp sg (attic doric aeolic) γλυκερωτέρᾱν , γλυκύς sweet to the taste fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • προσμάσσω — και δωρ. τ. προτιμάσσω Α 1. συνδέω στερεά κάτι με κάτι άλλο, προσκολλώ δύο πράγματα μεταξύ τους («ὃς δὲ κε προσμάξη γλυκερώτερα χείλεσι χείλη», Θεόκρ.) 2. συμφύρω, αναμιγνύω 3. συνενώνω («τὸν Πειραιᾱ προσέμαξεν [τῇ πόλει]», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”